- μονογράφηση
- ητο να υπογράφει κανείς βάζοντας μόνο τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του: Ο νόμος περιμένει μονογράφηση από τον υπουργό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονογράφηση — η 1. προσθήκη μονογραφής σε έγγραφο από έναν αρμόδιο για επικύρωσή του 2. προκαταρκτικό στάδιο συνομολόγησης μιας σύμβασης ή συνθήκης με την προσθήκη μονογραφής εκ μέρους τών συμβαλλομένων πριν από την επίσημη υπογραφή και κύρωσή της. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μονογράφημα — το μονογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek